- χοιρόχορτο
- το, Νβοτ. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών.[ΕΤΥΜΟΛ. < χοίρος + χόρτο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρούφα — η (λ. γαλλ.) 1. είδος λάχανου, ύδνο, χοιρόχορτο. 2. γλύκισμα σοκολάτας σε σχήμα ύδνου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)